populace$62471$ - translation to ελληνικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

populace$62471$ - translation to ελληνικό

ENSEMBLE OF INDIVIDUALS OF A SPECIES IN AN AREA, OR THEIR NUMBER
Populations; Populace; Inhabitent; Populate; Populationism; Populates; Populated; Populating; Population (biology); Population (ecology)
  • PRB 2017 Data Sheet Largest Populations
  • alt=population
  • The years taken for every billion people to be added to the world's population, and the years that population was reached (with future estimates).

populace      
n. μάζες

Ορισμός

population
n.
1) a decreasing, shrinking; dense; excess, overflow; expanding, growing, increasing, rising; sparse; stable; transient population
2) an aging; civilian; foreign-born; indigenous; local; native-born; rural; urban population
3) (misc.) a population explosion

Βικιπαίδεια

Population

Population is the term typically used to refer to the number of people in a single area. Governments conduct a census to quantify the size of a resident population within a given jurisdiction. The term is also applied to animals, microorganisms, and plants, and has specific uses within such fields as ecology and genetics.